πυρρώνειος

πυρρώνειος
-α, -ο / πυρρώνειος, -ον, ΝΑ [Πύρρων]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκεπτικό φιλόσοφο Πύρρωνα («πυρρώνεια φιλοσοφία»)
2. φρ. «Πυρρώνειαι υποτυπώσεις» — τίτλος έργου τού Σέξτου Εμπειρικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Πυρρώνειος — of Pyrrho masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρωνείως — Πυρρώνειος of Pyrrho adverbial Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρώνειον — Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem acc sg Πυρρώνειος of Pyrrho neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρωνείοις — Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρωνείου — Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρωνείους — Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρωνείων — Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρώνεια — Πυρρώνειος of Pyrrho neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πυρρώνειοι — Πυρρώνειος of Pyrrho masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”